αποκρούω — αποκρούω, απέκρουσα (σπάν. απόκρουσα) βλ. πίν. 40 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκρούω — (AM ἀποκρούω) [κρούω] 1. απωθώ αυτόν που επιτίθεται εναντίον μου 2. αντικρούω, ανασκευάζω (λόγους, επιχειρήματα) 3. αποδοκιμάζω, δεν δέχομαι 4. αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον) μσν. νεοελλ., ( ομαι) απομακρύνω, εξουδετερώνω αρχ. μσν. εκδιώκω κάποιον … Dictionary of Greek
αποκρούω — ουσα, ούστηκα 1. απωθώ κάποιον που μου επιτίθεται: Η επίθεση του εχθρού είχε αποκρουστεί. 2. ανασκευάζω: Τα επιχειρήματά του εύκολα μπορούσε να τα αποκρούσει. 3. αρνούμαι, δε δέχομαι: Απόκρουσε τις προτάσεις του αντίδικού του για συμβιβασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκρούεσθε — ἀποκρούω beat off pres imperat mp 2nd pl ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd pl ἀποκρούω beat off imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρούῃ — ἀποκρούω beat off pres subj mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκρουμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκρουσμένον — ἀποκρούω beat off perf part mp masc acc sg ἀποκρούω beat off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκροῦσθαι — ἀποκρούω beat off perf inf mp ἀποκρούω beat off perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουομένων — ἀποκρούω beat off pres part mp fem gen pl ἀποκρούω beat off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουσαμένων — ἀποκρούω beat off aor part mid fem gen pl ἀποκρούω beat off aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρουσθέντα — ἀποκρούω beat off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκρούω beat off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)